υστριξ

υστριξ
    ὕστριξ
    ὕσ-τριξ
    ῐχος ὅ и ἥ дикобраз (Hystrix cristata) Her., Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "υστριξ" в других словарях:

  • ὕστριξ — porcupine masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ύστριξ — ο, η / ὕστριξ, ιχος, ΝΑ, και ύστριχος Ν, και ὕστριγξ, ιγγος, Α (λόγιος τ.) ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, τρωκτικών, τυπικών εκπροσώπων τής οικογένειας υστριχίδες, που μοιάζουν με τον σκαντζόχοιρο και χαρακτηρίζονται …   Dictionary of Greek

  • ὑστρίχων — ὕστριξ porcupine masc/fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕστριχα — ὕστριξ porcupine masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕστριχας — ὕστριξ porcupine masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕστριχες — ὕστριξ porcupine masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὕστριχος — ὕστριξ porcupine masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υστριχίδες — (Hystrichidae). Οικογένεια θηλαστικών του αθροίσματος των τρωκτικών. Περιλαμβάνει ζώα μικρά ή μέτριου μεγέθους, που χαρακτηρίζονται κυρίως από τα πολυπληθή αιχμηρά αγκάθια, με τα οποία είναι σκεπασμένο το σώμα τους. Οι Υ. ζουν κυρίως στην Ευρώπη …   Dictionary of Greek

  • υστρικόμορφα — τα, Ν ζωολ. υποδιαίρεση τρωκτικών με χαρακτηριστικό το γένος ύστριξ. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hystricomorpha < hystrico (< λατ. hystrix, ids < ύστριξ) + morpha (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

  • υστριχίς — ίδος, ἡ, ΜΑ μσν. 1. νόσος που προσβάλλει την ουρά τών αλόγων και κατά την οποία οι τρίχες της γίνονται σαν τις τρίχες τού γουρουνιού 2. ο ύστριξ αρχ. μαστίγιο από γουρουνότριχες που χρησιμοποιούσαν για τιμωρία τών δούλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕστριξ,… …   Dictionary of Greek

  • вы — I 2 л. мн. ч., укр. ви, др. русск., ст. слав. вы ὑμεῖς, vos (Супр.), болг. ви, вие, сербохорв. ви̑, словен. vȋ, др. чеш. vy, польск. wy. Родственно др. прусск. wans – вин. п. мн. ч. вас , лат. vōs, авест. vō, др. инд. vas – энклит. вин. п. дв. ч …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»